серга ἑλικτήρ, ῆρος ὁ [ἑλίσσω]; ἐν-ώτιον τό; σχολαρίκιον τό; δ | Давньогрецька мова
серга ἑλικτήρ, ῆρος ὁ [ἑλίσσω]; ἐν-ώτιον τό; σχολαρίκιον τό; διόπαι αἱ; κόννος, v. l. κόνος ὁ; στᾰλάγμια τά; ἐγκλαστρίδια τά; ὠκίς, ίδος ἡ; ἐλ-λόβιον τό; ἀρτίᾰλᾰ τά (ῐ); ἐνόπη ἡ; ἱπποκάμπιον τό; (
конічна) στροβίλιον τό (ῐ); (
з перлами) πῑνώτιον τό; (
у вигляді виноградного ґрона) βότρυς, υος ὁ; (
кільцювата) τροχίσκος ὁ LXX
#словодня