яйце ᾠόν, еол. ὤιον τό жовток ὠχρόν τό білок λευκόν τό шкаралу | Давньогрецька мова
яйце ᾠόν,
еол. ὤιον τό
жовток ὠχρόν τό
білок λευκόν τό
шкаралупа λεπίς, ίδος (ῐδ) ἡ
зародок ἔμ-βρῠον τό [βρύω]; κύημα, ατος τό [κυέω]; ὄχευμα, ατος τό [ὀχεύω]
#словодня