ясла φάτνη ἡ немовля μαίευμα, ατος τό; κόρος, еп. іон. κοῦρος, дор. κῶρος ὁ; νήπιον τό; παιδίον τό [demin. від παῖς]; βρέφος, εος τό #словодня 135 viewsIllya Bey, 20:10