зима χειμών, ῶνος ὁ; χεῖμα, ατος τό зимівля χειμάδιον τό [χεῖμ | Давньогрецька мова
зима χειμών, ῶνος ὁ; χεῖμα, ατος τό
зимівля χειμάδιον τό [χεῖμα]
зимний ψυχρός 3; ῥῑγεδᾰνός 3
зимовий χειμέριος 3 і 2; χειμερινός 3
зимою ἐν (τῷ) χειμῶνι; (τοῦ) χειμῶνος
зимувати χειμάζω
#словодня